Δύο νέα βιβλία απο δύο καταξιωμένους συγγραφείς
Ο Αντώνης Σουρούνης με τη χαρακτηριστική του πέννα μσς καθηλώνει με διηγήματα για την άλλη πλευρά της πόλης στις" Νύχτες με ουρά".
....Μια φορά κι έναν καιρό μπορεί να είχαν και οι άνθρωποι ουρά, γιατί άκουγα πολλές φορές τους μεγάλους να λένε «Πονάει η ουρά μου», «Με χτύπησε στην ουρά», αλλά τη δική μου δεν την είδα ποτέ, όσο και να έψαχνα στον καθρέφτη. Το λέω αυτό γιατί μου φαίνεται παράξενο να έχουν ουρά τα πράγματα και να μην έχει ο ίδιος ο άνθρωπος που τα φτιάχνει. Μπορεί όμως να φοβάται πως, έτσι κι αποκτήσει κάτι τέτοιο, θα γίνει αυτός ζώο, τώρα που τα έχει εξοντώσει όλα κι έχει κρατήσει μερικά σε μάντρες για να ξεγελάει τα παιδάκια. Άλλωστε ποτέ δε συμπάθησε τις ουρές, εκτός κι αν επρόκειτο για «Λεφτά με ουρά», «Παράδες με ουρά», «Λίρες με ουρά». Κανείς δεν έδωσε σημασία στο άλλο, που έλεγε «Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά».
Συνήθως κοιμάμαι νωρίς και συνήθως με ξυπνάει γύρω στις τέσσερις κάποιο όνειρο, που ώσπου να το εξηγήσω δε σηκώνομαι από το κρεβάτι. Σκάλιζα σήμερα το μυαλό μου απορημένος μ’ αυτό που πέρασε από πάνω μου. Τη λέξη «ουρά» είχα να τη δω ή να την ακούσω χρόνια κι έβλεπα για πρώτη φορά κάτι τέτοιο στον ύπνο μου. Και μάλιστα παρέα με μια άλλη λέξη, που είχα ξεχάσει ότι υπήρχε. «Λεφτά με ουρά», αυτό έγραφε στο πλακάτ που κρατούσε το όνειρό μου και γέλασα με το πόσο γρήγορα έλυσα το γρίφο. «Νύχτες με ουρά λοιπόν», είπα δυνατά και σηκώθηκα να συνεχίσω το γράψιμο από κει που το άφησα χθες...
Συνήθως κοιμάμαι νωρίς και συνήθως με ξυπνάει γύρω στις τέσσερις κάποιο όνειρο, που ώσπου να το εξηγήσω δε σηκώνομαι από το κρεβάτι. Σκάλιζα σήμερα το μυαλό μου απορημένος μ’ αυτό που πέρασε από πάνω μου. Τη λέξη «ουρά» είχα να τη δω ή να την ακούσω χρόνια κι έβλεπα για πρώτη φορά κάτι τέτοιο στον ύπνο μου. Και μάλιστα παρέα με μια άλλη λέξη, που είχα ξεχάσει ότι υπήρχε. «Λεφτά με ουρά», αυτό έγραφε στο πλακάτ που κρατούσε το όνειρό μου και γέλασα με το πόσο γρήγορα έλυσα το γρίφο. «Νύχτες με ουρά λοιπόν», είπα δυνατά και σηκώθηκα να συνεχίσω το γράψιμο από κει που το άφησα χθες...
Η Λένα Διβάνη μας εκπλήσει με μια συγχρονη περιπέτεια με θέμα της απληστία του σύγχρονου ανθρώπου στο "Ενα πεινασμένο στόμα"
O Γιάννης Γεωργιάδης είναι ένας φιλόδοξος φοιτητής της Νομικής. Έχει τα νιάτα του, την ομορφιά του, μια επικίνδυνη εξυπνάδα, αλλά και τίποτ’ άλλο. Ορφανός από μικρός, σπούδασε δουλεύοντας ως εκπαιδευτής σκύλων. Ο Χρίστος Κρεμόπουλος, αντίθετα, ένας από τους γνωστότερους καθηγητές του, έχει κύρος, τραπεζικούς λογαριασμούς και βέβαια υψηλές διασυνδέσεις. Συναντιούνται ένα βράδυ τυχαία στον Λυκαβηττό, βγάζοντας βόλτα τα σκυλιά τους, και η... μάχη αρχίζει. Τι θέλει το πεινασμένο στόμα του νεαρού φοιτητή με τόσο πάθος από τον καθηγητή του; Τα λεφτά του; Τη γυναίκα του; Το γιο του; Τη δουλειά του; Τη ζωή του; Ό,τι κι αν θέλει, το σίγουρο είναι πως έχει αποφασίσει να το πάρει. Θα εισβάλει σαν άγγελος εξολοθρευτής στον κόσμο του ανυποψίαστου καθηγητή και θα τον αλώσει ως γητευτής με τη μέθοδο που εκπαίδευε τα σκυλιά. Το όπλο του, άλλωστε, είναι μια κυνική γνώση γραμμένη στο πετσί του: Δημοκρατία δεν υπάρχει, ούτε στην κοινωνία των σκύλων ούτε στην κοινωνία των ανθρώπων. Μόνο αφεντικά και δούλοι.
Μια ιστορία ζήλιας, πόθου και πάθους, για έναν άνθρωπο που έφτασε μέχρι τα άκρα – και τα ξεπέρασε.
--
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου